φυγαρσενία
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
English (LSJ)
poet. φυγαρσενίη, ἡ, shunning of men, Man.4.64.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, die Männerscheu, Maneth. 4, 64.
Greek (Liddell-Scott)
φῡγαρσενία: ἡ, τὸ ἀποφεύγειν τοὺς ἄρσενας, τοὺς ἄνδρας, Μανέθων 4. 64.
Greek Monolingual
και ιων. τ. φυγαρσενίη, ἡ, Α
το να αποφεύγει κανείς τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. ἔ-φυγ-ον του ρ. φεύγω + ἄρσην, -ενος «αρσενικός»].