σμηγματώδης

From LSJ
Revision as of 06:29, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σμηγμᾰτώδης Medium diacritics: σμηγματώδης Low diacritics: σμηγματώδης Capitals: ΣΜΗΓΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: smēgmatṓdēs Transliteration B: smēgmatōdēs Transliteration C: smigmatodis Beta Code: smhgmatw/dhs

English (LSJ)

σμηγματῶδες, like a σμῆγμα, fatty, Hp.Acut.53; τροφή Aret.CA1.10, cf. 2.1; χυλοί Id.CD1.13.

German (Pape)

[Seite 910] ες, zum Reiben, Schmieren, Abwischen gehörig, dazu dienend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

σμηγμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἔχων καθαριστικὰς ἰδιότητας, χρησιμεύων ὡς σάπων, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 10.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σμῆγμα, -ατος]
αυτός που έχει καθαριστικές ιδιότητες, αυτός που χρησιμεύει ως σαπούνι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σμηγματώδης -ες [σμῆγμα] lijkend op reinigingsolie (gebruikt als zeep).