γιγαρτώδης
From LSJ
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
English (LSJ)
γιγαρτῶδες, like grape-stones, Thphr. HP 3.17.6, Thd.Is.1.25.
Spanish (DGE)
-ες
1 parecido a la pepita de uva τι μαλακόν Thphr.HP 3.17.6.
2 subst. τὸ γ. fig. desecho πυρώσω εἰς καθαρὸν τὸ γ. σου Thd.Is.1.25.
Greek (Liddell-Scott)
γῐγαρτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γίγαρτον ἢ πλήρης ἐξ αὐτοῦ, Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 17, 6, Θεοδ. II. Δ.
Greek Monolingual
γιγαρτώδης, -ες (AM)
1. όμοιος με τα κουκούτσια του σταφυλιού
2. με πολλά κουκούτσια.