ἀσφοδελώδης
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
ἀσφοδελῶδες, like asphodel, Thphr. HP 6.6.9.
Spanish (DGE)
-ες
semejante al asfódelo τὸ ... φύλλον (τοῦ ναρκίσσου) ἀσφοδελῶδες ἔχει Thphr.HP 6.6.9, cf. Sch.Od.11.539, 24.13.
German (Pape)
[Seite 382] ες, asphodelusartig.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσφοδελώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος ἀσφοδέλῳ, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 6. 6, 9.