κομμιώδης
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
κομμιῶδες, = κομμιδώδης, Arist. HA628b27.
German (Pape)
[Seite 1478] ες, = κομμιδώδης, Arist. H. A. 9, 41.
Russian (Dvoretsky)
κομμῐώδης: камедеобразный Arst.
Greek (Liddell-Scott)
κομμιώδης: -ες, = κομμιδώδης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 16.
Greek Monolingual
και κομμεώδης -ες (Α κομμιώδης, -ώδες)
1. αυτός που περιέχει κόμμι
2. αυτός που μοιάζει με κόμμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμι + κατάλ. -ώδης (πρβλ. κολλώδης, πηλώδης)].