φυλακός
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
English (LSJ)
ὁ (on the accent v. Hdn.Gr.1.150, 2.128), Ep. and Ion. for φύλαξ, Il.24.566, IG12(8).356 (Thasos, vi B. C.), Hdt. 1.84,89, 2.113, al.; dub. in OGI674.12 (Coptos, i A. D.);
A φ. νεκύων Κέρβερον Theoc.29.38, cf. A.R.1.132; ἥρως πόλεως φ. Inscr.Prien. 196: as fem., κοῦραι αἱ φυλακοί Call.Hec.1.2.12.
II Φύλακος, ὁ, as pr. n., Il.6.35, Od.15.231: so Φυλάκη (Il.2.695, etc.), as distinguished from φυλακή.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
poét. c. φύλαξ.
Greek Monotonic
φυλᾰκός: [ῠ], ὁ, Επικ. και Ιων. αντί φύλαξ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
Middle Liddell
φῠλᾰκός, οῦ, ὁ, [epic and ionic for φύλαξ, Il., Hdt.]