ἐπανείρομαι

Revision as of 12:04, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

or ἐπανέρομαι (Hp.Prog.7),
A question again and again, Hdt.1.91,3.32: Trag. and Att. only in aor. 2 ἐπανηρόμην, τάδε σ' ἐπανερόμαν A.Pers.973 (lyr.); μηδ' αὖθις ἐπανέρῃ με Ar.Ra.439; inquire further, Hp.l.c.
2 ask again, εἰ ἐπανέροιτό τινά τι Pl.Prt. 329a, cf. Grg.451b; ὅντινα.. J.AJ18.6.6.

German (Pape)

[Seite 902] ion. = ἐπανέρομαι, Her. 3, 32.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανείρομαι: Her. = ἐπανέρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανείρομαι: ἢ -έρομαι (Ἱππ. Προγν. 37) Μέσ: - ἐπανειλημμένως ἐρωτῶ, Ἡρόδ. 1. 91., 3. 32: - παρ’ Ἀττ. ἔχομεν μόνον τὸν ἀόρ. ἐπανηρόμην, τάδε σ’ ἐπανέρομαι (ἐπανερόμαν Wellauer, Hermann, Meineke) Αἰσχύλ. Πέρσ. 973· μήδ’ αὖτις ἐπανέρῃ με Ἀριστοφ. Βάτρ. 435· τὸν θεὸν ἐπανήροντο εἰ... Θουκ. 1. 25. 2) ἐρωτῶ πάλιν, εἰ ἐπανέροιτο τινά τι Πλάτ. Πρωτ. 329Α, πρβλ. Γοργ. 451Β, 454Α. - Ἴδε τὸ ῥῆμα ἔρομαι.

Greek Monolingual

ἐπανείρομαι και ἐπανέρομαι (Α) είρομαι
1. υποβάλλω επανειλημμένως ερωτήσεις, εξετάζω κατ' επανάληψη ή με λεπτομέρειες («τάδε σ' ἐπανερόμαν», Αισχύλ.)
2. ρωτώ πάλι, ξαναρωτώ.