θηριομορφία

From LSJ
Revision as of 05:35, 27 October 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Thier" to "Tier")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source

German (Pape)

[Seite 1209] ἡ, Tiergestalt, Sp.

Greek Monolingual

η (Α θηριομορφία) θηριόμορφος
1. η ιδιότητα του θηριόμορφου, το να έχει κάποιος μορφή θηρίου
2. ιατρ. τερατολογική ομοιότητα με ζώα κατώτερων τάξεων που παρατηρείται σε ανθρώπους και θηλαστικά.