θηριομορφία
From LSJ
ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation
German (Pape)
[Seite 1209] ἡ, Tiergestalt, Sp.
Greek Monolingual
η (Α θηριομορφία) θηριόμορφος
1. η ιδιότητα του θηριόμορφου, το να έχει κάποιος μορφή θηρίου
2. ιατρ. τερατολογική ομοιότητα με ζώα κατώτερων τάξεων που παρατηρείται σε ανθρώπους και θηλαστικά.