θηριομορφία

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

German (Pape)

[Seite 1209] ἡ, Tiergestalt, Sp.

Greek Monolingual

η (Α θηριομορφία) θηριόμορφος
1. η ιδιότητα του θηριόμορφου, το να έχει κάποιος μορφή θηρίου
2. ιατρ. τερατολογική ομοιότητα με ζώα κατώτερων τάξεων που παρατηρείται σε ανθρώπους και θηλαστικά.