Γραίξ
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
French (Bailly abrégé)
(ἡ) :
femme grecque.
Étymologie: cf. Γραῖα, Γρᾶες.
Spanish (DGE)
-κός, ἡ
mujer griega como una explicación a γραῖκες q.u., St.Byz.s.u. Γραικός.