Γραίξ

From LSJ

φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air

Source

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
femme grecque.
Étymologie: cf. Γραῖα, Γρᾶες.

Spanish (DGE)

-κός, ἡ
mujer griega como una explicación a γραῖκες q.u., St.Byz.s.u. Γραικός.