τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
βαθύρρους, βαθύρρουν :ion. βαθύρροος, βαθύρροον;au courant profond.Étymologie: βαθύς, ῥέω.