χρηστοήθης

Revision as of 05:39, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "müthig" to "mütig")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

χρηστοήθες, good-natured, well-disposed, Arist.Rh.1395b17, Ptol.Tetr.163, al.

German (Pape)

[Seite 1376] ες, gutmütig, gutherzig, von guter Gesinnung, Arist. rhet. 2, 21.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
d'un caractère bon et honnête.
Étymologie: χρηστός, ἦθος.

Russian (Dvoretsky)

χρηστοήθης: добросердечный, добрый Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χρηστοήθης: -ες, χρηστὸς τὰ ἤθη, καλῆς διαθέσεως, Ἀριστ. Ρητ. 2. 21, 16.

Greek Monolingual

-όηθες, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρηστά ήθη, ενάρετος, έντιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -ήθης (< ἦθος), πρβλ. καλοήθης].

Greek Monotonic

χρηστοήθης: -ες (ἦθος), χρηστός, αγαθός στα ήθη, σε Αριστ.

Middle Liddell

χρηστο-ήθης, ες ἦθος
well-disposed, Arist.