κακόψυχος

From LSJ
Revision as of 05:40, 14 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "müthig" to "mütig")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁμιλίας δὲ τὰς γεραιτέρων (γεραιτέρας) φίλει → Seniliores quaere amicitias tibi → Den Umgang mit den Älteren erwähle dir

Menander, Monostichoi, 421

German (Pape)

[Seite 1305] kleinmütig, verzagt?

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κακόψυχος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που έχει κακή ψυχή, μοχθηρός, κακός.
επίρρ...
κακόψυχα
μσν.
(για άρρωστο) σε άσχημη κατάσταση, του θανατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ψυχος (< ψυχή), πρβλ. καλόψυχος, ολόψυχος].