ἀνήλιφος
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
ον, v. ἀνήλειπτος (unanointed).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀνάλιφον Sitz.Wien.179(6).44 (Yasos II a.C.); ἀνάλειφος Them.Or.20.235d
1 de pers. no untado de aceite Archig. en Aët.3.184, τρίβειν τε τὸ δέρμα ... χερσὶν ἀνηλίφοις Philagr. en Orib.5.19.10
•fig. ἀναλείφους διαγωνίζεσθαι Them.l.c.
•de cosas no impregnado σῦκά τινα ... φαρμάκῳ ἔχρισε, καὶ αὐτὴ ... τὰ ἀνήλιφα ἤσθιε D.C.56.30.2
•subst. τὸ ἀ. falta de ungüento, Sitz.Wien.l.c.
2 fig. de pers. que no se arregla, desaliñado de Demócrito, Hp.Ep.17 (p.350).
German (Pape)
= ἀνήλειπτος, Sp.