καράμβιος
English (LSJ)
ο, = κάραβος 1, prob. in Ar.Byz.Epit.9.11, v.l. in Arist.HA551b17.
German (Pape)
[Seite 1325] ὁ, = κάραβος 1, v.l. bei Arist. H. A. 5, 19.
Russian (Dvoretsky)
καράμβιος: ὁ Arst. = κάραβος 2.
Greek (Liddell-Scott)
καράμβιος: ἴδε κάραβος.
Greek Monolingual
καράμβιος, ὁ (Α)
κάραβος, σκαραβαίος, σκαθάρι.