λεῦκος

Revision as of 21:50, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist. ''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, name of a fish (cf. λευκίσκος), Theoc.Beren.4, cf. Arist.HA567a20.

German (Pape)

[Seite 34] ὁ, Name eines Fisches, Theocr. bei Ath. VII, 284 a. Vgl. Arist. H. A. 6, 13, οἱ λευκοὶ καλούμενοι ἰχθύες.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sorte de poisson (cf. λευκίσκος).
Étymologie: λευκός.

Greek (Liddell-Scott)

λεῦκος: ὁ, ὄνομα ἰχθύος (πρβλ. λευκίσκος), Θεόκρ. παρ’ Ἀθην. 284A, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 13, 1.

Greek Monolingual

(I)
λεῡκος, ὁ (Α) λευκός
ονομασία ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», Θεόκρ.).
(II)
λεῡκος, ὁ (Μ)
η λεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λεύκη (), με αλλαγή γένους].

Λεῡκος, ὁ (Α)
θεότητα στη Μίλητο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκός, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. φαιδρά > Φαίδρα, γλαυκός > Γλαύκος)].