τελατίνι

From LSJ
Revision as of 07:08, 10 December 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον;" to "Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον, μόσχειον δέρμα;")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μηκέθ᾽ ὅλως περὶ τοῦ οἷόν τινα εἶναι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα διαλέγεσθαι, ἀλλὰ εἶναι τοιοῦτον. → Waste no more time arguing what a good man should be. Be one.

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. κατεργασμένο δέρμα μοσχαριού
2. φρ. «τον έκανε τελατίνι»
μτφ. i) τον έδειρε πολύ άσχημα
ii) τον έφερε σε πολύ δύσκολη θέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. telatin].

Translations

calfskin

Czech: teletina; Galician: becerro; German: Kalbsleder, Kalbfell; Greek: δέρμα μοσχαριού, τελατίνι, βακέτα; Anciet Greek: μοσχῆ, μόσχειον, μόσχειον δέρμα; Irish: craiceann lao; Manx: crackan lheiy; Russian: телячья кожа; Spanish: becerro