αυτόχειρας
Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist
Greek Monolingual
ο (AM αὐτόχειρ, [-ειρος]) χειρ
αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα χέρια
αρχ.
1. αυτός που εκτελεί κάτι με τα ίδια του τα χέρια
2. εργάτης, πρωτεργάτης
3. φονιάς, δολοφόνος
4. ως επίθ. φονικός, που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο
4. παθ. αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα ίδια τα χέρια κάποιου.
Translations
suicide
Afrikaans: selfmoordenaar; Arabic: مُنْتَحِر, مُنْتَحِرَة; Armenian: ինքնասպան; Belarusian: самагубец, самагубца, самазабойца; Bengali: খোদকুশ; Bulgarian: самоубиец, самоубийца; Catalan: suïcida; Chinese Mandarin: 自殺者/自杀者; Czech: sebevrah, sebevražedkyně; Danish: selvmorder; Dutch: zelfmoordenaar, zelfmoordenaares, zelfmoordenaarster; Estonian: enesetapja; Finnish: itsemurhaaja; French: suicidé, suicidée, suicidant, suicidante; German: Selbstmörder, Selbstmörderin, Suizidant, Suizidantin, Suizident, Suizidentin; Greek: αυτόχειρ, αυτόχειρας; Ancient Greek: αὐθέντης, αὐτοσφαγής, αὐτόχειρ; Hebrew: מתאבד, מתאבדת; Hungarian: öngyilkos; Icelandic: sjálfsmorðingi, sjálfsbani; Indonesian: pembunuh diri; Irish: féinmharfóir; Italian: suicida; Japanese: 自殺者; Korean: 자살자(自殺者); Macedonian: самоубиец; Manx: hene-varrooder; Norwegian Bokmål: selvmord, selvmordsoffer, selvmorder; Old English: āgenslaga, selfbana, selfcwala; Persian Iranian Persian: اِنْتِحاری; Polish: denat, denatka, samobójca, samobójczyni; Portuguese: suicida; Romanian: sinucigaș, sinucigașă; Russian: самоубийца; Scottish Gaelic: fèin-mhurtair; Serbo-Croatian Cyrillic: самоу̀бојица, самоубица, самоубилац; Roman: samoùbojica, samoubíca, samoubilac; Slovak: samovrah, samovrahyňa; Slovene: samomorilec, samomorilka; Spanish: suicida; Swedish: självmördare; Turkish: müntehir; Ukrainian: самогубець, самогубця; Urdu: خُود کُش, خُودْکُش; Uyghur: ئۆلۈۋالغۇچى; Welsh: hunanladdwr, hunanladdwraig