μαντική Search Google

From LSJ
Revision as of 21:01, 23 January 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ancient Greek: μαντεία, μαντείη, μαντηΐη;" to "Ancient Greek: μαντεία, μαντείη, μαντηΐη, μαντική, μαντευτική;")

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

English (Woodhouse)

(see also: μαντικός) divination, art of prediction, art of prognosticating, power of prediction

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Russian (Dvoretsky)

μαντική: ἡ (sc. τέχνη) Her., Plat., Trag. = μαντευτική.

Greek Monolingual

η (Α μαντική)
η τέχνη του μάντη, η ικανότητα να προλέγει κάποιος τα μέλλοντα ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα («τρόπους τε πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθέτου μαντικός.

Translations