ἀντιτακτικός

Revision as of 13:25, 27 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀντιτακτική, ἀντιτακτικόν, fit for resistance, πρός τι Plu.2.759e.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 dispuesto o preparado para la resistencia πρὸς τὸ αἰσχρόν Plu.2.759e.
2 adv. ἀντιτακτικῶς = en oposición πρὸς τὸ ἀγαθὸν ἀντιτακτικῶς ἔχειν Gr.Nyss.Hom.in Eccl.428.6.

German (Pape)

entgegenstellend, zur Gegenwehr geschickt, πρός τι Plut. amat. 16 M.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιτακτικός: способный оказать сопротивление (δύναμις πρός τι Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιτακτικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος πρὸς ἀντίστασιν, πρός τι Πλούτ. 2. 759Ε. 2) παρ’ Ἐκκλησ., αἱρετικός: ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἐκκλ.: ― ὡσαύτως οὐσιαστ. ἀντιτάκτης, ου, ὁ, αἱρετικός, Κλήμ. Ἀλεξ. 526.

Greek Monolingual

ἀντιτακτικός, -ή, -όν (Α)
1. κατάλληλος για αντίσταση
2. ο αιρετικός.