διαπιθανεύομαι
From LSJ
Μὴ σπεῦδε πλουτεῖν, μὴ ταχὺς πένης γένῃ → Ditescere properans, inops fies cito → Vermeide schnellen Reichtum, sonst verarmst du schnell
English (LSJ)
A oppose by probable argument, ἄλλου ἄλλως εἰκάζοντος καὶ διαπιθανευομένου S.E.M.8.324.
German (Pape)
[Seite 595] verstärktes πιθανεύομαι, Sext. Emp. adv. math. 8, 324.