ανταλλάσσω
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
Greek Monolingual
(AM ἀνταλλάσσω κ. ἀνταλλάττω)
κάνω ανταλλαγή
αρχ.
Ι. μέσ.
1. παίρνω σε αντικατάσταση άλλου, παίρνω κάτι σαν αντάλλαγμα
2. «θάνατον ἀνταλλάσσομαι» — τιμωρούμαι με θάνατο
3. υιοθετώ τον τρόπο κάποιου και εκείνος τον δικό μου
II. φρ. «τὴν εἰωθυῖαν ἀξίωσιν τῶν ὀνομάτων ἐς τὰ ἔργα ἀντήλλαξαν τῇ δικαιώσει» (Θουκ. 5, 82, 4)
άλλαξαν τη συνηθισμένη σημασία των λέξεων για να δικαιολογούν τις πράξεις τους.