αντιπίπτω

From LSJ
Revision as of 14:29, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

ἀντιπίπτω (AM)
επιτίθεμαι για να αμυνθώ, ανθίσταμαι
μσν.
προσαρμόζω δύο πράγματα ακριβώς
αρχ.
1. πέφτω μέσα σε κάτι
2. αντιτίθεμαι σε κάτι, το αντικρούω
3. παίρνω διαφορετική κατεύθυνση
4. (για περιστάσεις) είμαι δυσμενής
5. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) τὸ ἀντιπῖπτον
α) η αντίρρηση
β) το εμπόδιο.