θίβις

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123

Greek Monolingual

θῖβις και θίβις, -εως ἡ (Α)
καλάθι πλεγμένο από πάπυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως
πρβλ. εβρ. tēbhāh, το οποίο προήλθε με τη σειρά του από αιγυπτ. db',t «κιβώτιο»].