νομιστός

Revision as of 14:43, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νομιστή, νομιστόν,
A customary, Orac. ap. Phleg.Fr.36.10J.
II conventional, ν. πάντα καὶ πρός τι S.E.P.3.232.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
pensé, réputé, supposé.
Étymologie: νομίζω.

Greek (Liddell-Scott)

νομιστός: -ή, -όν, νομιζόμενος, οὐδὲ ὁ θάνατος τῶν φύσει δεινῶν εἶναι νομίζοιτο ἄν, ὥσπερ οὐδὲ τὸ ζῆν τῶν φύσει καλῶν..., νομιστὰ δὲ πάντα Σέξτ. Ἐμπειρ. ΙΙ. 3, 24, 232, σελ. 186.

Greek Monolingual

νομιστός, -ή, -όν (Α) νομίζω
1. ο νομιζόμενος, ο συνηθισμένος, αυτός που γίνεται κατά συνήθεια
2. συμβατικός, κατά συνθήκη, κατά σύμβαση («οὐδὲ τῶν προειρημένων τι ἔστι φύσει τοῑον ἢ τοῖον, νομιστὰ δὲ πάντα καὶ πρός τι», Σέξτ. Εμπ.).