φάση
From LSJ
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
η / φάσις, -εως, ΝΜΑ
μορφή, όψη, εμφάνιση με την οποία παρουσιάζεται κάθε φορά ένα πράγμα ή ένα φαινόμενο·