Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
Full diacritics: ῥιγώδης | Medium diacritics: ῥιγώδης | Low diacritics: ριγώδης | Capitals: ΡΙΓΩΔΗΣ |
Transliteration A: rhigṓdēs | Transliteration B: rhigōdēs | Transliteration C: rigodis | Beta Code: r(igw/dhs |
ῥιγῶδες, provocative of shivering, Hp.Coac.609, Gal.19.146.
ῥῑγώδης: -ες, παγετώδης, «κρύος», συνοδευόμενος μὲ ῥῖγος, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 219, Γαλην.
-ῶδες, Α ῥῖγος
1. αυτός που συνοδεύεται από ρίγος
2. αυτός που προκαλεί ρίγος.