ἀξιογέραστος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Spanish (DGE)
-ον
que merece honrarse subst. τὸ ἀξιογέραστον τοῦ ἀνδρός Tz.Comm.Ar.3.904.2.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιογέραστος: -ον, ἄξιος βραβείου, Νικόλ. Μεθών. ἔκδ. Ἀνδρον. Δημητρακοπούλου, σ. 4.