διομήτωρ
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
-ορος, ὁ, Pythagorean name for δυάς, Theol.Ar.12.
Spanish (DGE)
-ορος, ὁ
n. de la díada en la doctrina pitagórica διομήτορα ταύτην ὠνόμαζον ὡς Διὸς μητέρα Theol.Ar.12.
Greek Monolingual
διομήτωρ, η (Α)
1. η μητέρα του Δία
2. (κατά τους Πυθαγόρειους) η ονομασία της δυάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διο- + -μήτωρ < μήτηρ.
German (Pape)
ορος, ὁ, Mutter des Zeus, Theol. arithm. p. 12.