φαυοφόρος
From LSJ
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
English (LSJ)
ἡ, Aeol. = ἱέρεια (priestess), Hsch. φαῦρος· κοῦφος, Id.
Greek (Liddell-Scott)
φαυοφόρος: ἡ, Αἰολ. λέξ. σημαίνουσα ἱέρειαν, «φαυοφόροι· Αἰολεῖς, ἱέρειαι» Ἡσύχ.· πρβλ. φάος.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρεια».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαυο-φόροι < φαFο-φόροι < φάFος / φάος (βλ. λ. φως) + -φόρος (< φέρω)].