ἐπιχειροτονία

Revision as of 18:55, 13 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ,
A voting by show of hands, Pl.Lg.755e; -τονίαν διδόναι, εἰ δοκεῖ..ἢ μή Arist.Ath.43.5.
2 confirmation of the powers of magistrates, D.58.27 (pl.), Arist.Ath.55.4; ἐ. αὐτῶν ἐστί..εἰ δοκοῦσιν καλῶς ἄρχειν ib.61.2.
b ἐ. νόμων confirmation of the existing laws, Lex ap.D.24.20.

German (Pape)

[Seite 1003] ἡ, die Abstimmung des Volkes durch Handhochheben, νόμων Dem. 24, 20 ff., über die Gesetze; – ποιεῖν, od. διδόναι τινί, abstimmen lassen, von den πρόεδροι, 24, 50, im Gesetz. – Wahl durch solche Abstimmung, τῶν ταξιαρχῶν Plat. Legg. VI, 755 e.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vote à main levée.
Étymologie: ἐπιχειροτονέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχειροτονία:
1 голосование (поднятием рук): τινός ἐπιχειροτονίαν ποιεῖν или διδόναι Dem. ставить на голосование что-л.;
2 избрание поднятием рук (τῶν ταξιαρχῶν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχειροτονία: ἡ, ψηφοφορία δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν, Πλάτ. Νόμ. 755E· νόμων ἐπιχειροτονίαν ποιεῖν Ψήφισμα παρὰ Δημ. 706. 7· ὡσαύτως, ἐπ. διδόναι αὐτόθι 716. 19· ἐπ. ἐστὶ ἢ γίγνεται αὐτόθι 706. 8 κἑξ., 1330. 17· (οἱ πρυτανεύοντες) καὶ περὶ τῆς ὀστρακοφορίας ἐπιχειροτονίαν διδόασιν Ἀριστ. Ἀθην. Πολ. σ. 63. 8 (ἔκδ. Blass)· οὕτω δίδωσιν ἐν μὲν τῇ βουλῇ τὴν ἐπιχειροτονίαν, ἐν δὲ τῷ δικαστηρίῳ τὴν ψῆφον αὐτόθι σ. 80. 8.

Greek Monolingual

ἐπιχειροτονία, ἡ (Α) επιχειροτονώ
1. ψηφοφορία με ανάταση της χειρός
2. επικύρωση της εξουσίας τών αρχόντων με ψηφοφορία
3. φρ. «ἐπιχειροτονία τῶν νόμων» — επικύρωση υπαρχόντων νόμων.

Greek Monotonic

ἐπιχειροτονία: ἡ, ψηφοφορία μέσω ανάτασης χειρών, σε Δημ.

Middle Liddell

ἐπιχειροτονία, ἡ, [from ἐπιχειροτονέω
a voting by show of hands, Dem.

Translations

voting

Afrikaans: stemming; Arabic: ⁧تَصْوِيت⁩; Azerbaijani: səsvermə; Belarusian: галасаванне; Bengali: ইন্তেখাব; Bulgarian: гласуване; Catalan: votació; Chinese Mandarin: 投票; Czech: hlasování; Finnish: äänestys, äänestäminen; French: votation; Galician: votación; Georgian: ხმის მიცემა; German: Abstimmung; Greek: ψήφιση; Ancient Greek: ἐπιχειροτονία, χειροτονία, ψάφιξξις, ψαφοφορία, ψήφισις, ψηφοφορία; Italian: votazione; Japanese: 投票; Korean: 투표; Macedonian: гласање; Navajo: iʼiiʼnííł; Norman: vot'tie; Polish: głosowanie; Portuguese: votação; Russian: голосование; Serbo-Croatian Cyrillic: гла̀са̄ње; Roman: glàsānje; Slovak: hlasovanie; Slovene: glasovanje; Spanish: votación; Swahili: upigaji kura; Ukrainian: голосування