dislocación
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
Spanish > Greek
διασπασμός, ἐκβολή, ἔκπτωσις, διαστροφή, ἐξάρθρημα, ἐκπάλησις, ἀνάθλασις, διάστρεμμα, ἔκκλισις, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξάρθρησις, ἔκπτωμα, διακίνημα, τὸ ἐξηρθρηκός, ἐξηρθρηκός, διαφορά, ἔξαρθρος