Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
Full diacritics: κερᾰβᾰ́της | Medium diacritics: κεραβάτης | Low diacritics: κεραβάτης | Capitals: ΚΕΡΑΒΑΤΗΣ |
Transliteration A: kerabátēs | Transliteration B: kerabatēs | Transliteration C: keravatis | Beta Code: keraba/ths |
κεραβάτου, ὁ, = κεροβάτης, Suid., Zonar.
[Seite 1419] ὁ, = κεροβάτης, VLL.
κερᾰβάτης: -ου, ὁ, = κεροβάτης, Ἡσύχ.
κεραβάτης, ὁ (Α)
(Ησύχ.) βλ. κεροβάτης.