σημαντρίδα

Revision as of 14:15, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / σημαντρίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. δισκίο άζυμου άρτου με το οποίο σφράγιζαν παλαιότερα επιστολές ή έγγραφα, η όστια
2. η σφράγιση επιστολών
αρχ.
φρ. «σημαντρὶς γῆ» — χώμα, πηλός κατάλληλος για την τοποθέτηση σφραγίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τρίς, -τρίδος (πρβλ. πλυν-τρίς / πλυν-τρίδα)].