σημαντρίδα
Greek Monolingual
η / σημαντρίς, -ίδος, ΝΑ
νεοελλ.
1. δισκίο άζυμου άρτου με το οποίο σφράγιζαν παλαιότερα επιστολές ή έγγραφα, η όστια
2. η σφράγιση επιστολών
αρχ.
φρ. «σημαντρὶς γῆ» — χώμα, πηλός κατάλληλος για την τοποθέτηση σφραγίδων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα -τρίς, -τρίδος (πρβλ. πλυν-τρίς / πλυν-τρίδα)].