σφράγιση
From LSJ
τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
Greek Monolingual
η, Ν σφραγίζω
1. η ενέργεια του σφραγίζω, η επίθεση σφραγίδας
2. επίθεση αμαλγάματος σε τερηδονισμένο δόντι
3. (πολ. δικ.) θέση ειδικών σφραγίδων σε κατάλληλα σημεία ακινήτων ή κινητών πραγμάτων, ώστε να ελέγχεται το απαραβίαστο τών χώρων τους και τών πραγμάτων που οι χώροι αυτοί περιέχουν από κάθε μονομερή επέμβαση αφαίρεσης, αλλοίωσης ή αντικατάστασης τους
4. εκκλ. ο σφραγισμένος άρτος, το πρόσφορο.