λευκανθεμίς
From LSJ
νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → it's better, you see, to understand and yet say nothing (Menander)
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = λευκάνθεμον.
German (Pape)
[Seite 33] ίδος, ἡ, = Folgdm, Plin. H. N. 22, 21.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
sorte de camomille, plante.
Étymologie: λευκανθής.
Greek Monolingual
λευκανθεμίς, -ίδος, ἡ (Α)
λευκάνθεμον
το λευκάνθεμο.