Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn
το / πινακίδιον, ΝΜΑ πινακίς, -ίδος]
νεοελλ.
1. μικρό πινάκιο από χαρτόνι ή χαρτί στο οποίο σημειώνεται κάτι
2. τριπλότυπη κατάσταση, στην οποία αναγράφονται οι εντολές αγοραπωλησίας χρεωγράφων από χρηματιστές
μσν.-αρχ.
μικρή πινακίδα για γραφή, δελτάριο.