σχινίς
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, berry of the mastich, Thphr. HP 9.4.7.
German (Pape)
[Seite 1056] ίδος, ἡ, die Beere des Mastixbaumes, Theophr. – Bei Lycophr. 832 Beiwort der Aphrodite.
Greek (Liddell-Scott)
σχῑνίς: -ίδος, ἡ, ὁ καρπὸς τῆς σχίνου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 7.
Greek Monolingual
-ίδος, ἡ, Α
ο καρπός του σχίνου, του μαστιχόδενδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμίς)].