ἐκθηριόομαι
From LSJ
σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν ἃ μὴ πρέπει → it's better to keep silence than to say what's not appropriate (Menander)
Russian (Dvoretsky)
ἐκθηριόομαι: превращаться в дикого зверя, дичать Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκθηριόομαι: παθ., γίνομαι ὅλως θηριώδης, ἐξαγριοῦμαι, Λατ. efferari, Εὐρ. Βάκχ. 1332, Φίλων 1. 430 - τὸ ἐνεργ. ἀπαντᾷ παρὰ Τζέτζῃ (Ἱστ. 3. 948: «μήπως ἐκθηριώσωσιν ἐκείνους τῇ βαδίσει»).
Greek Monotonic
ἐκθηριόομαι: Παθ., γίνομαι ολοκληρωτικά θηρίο, εξαγριώνομαι, Λατ. efferari, σε Ευρ.