κουρέας

From LSJ
Revision as of 16:37, 5 March 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source

Greek Monolingual

ο (ΑM κουρεύς, κουρέως) κουρά
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να κουρεύει τα μαλλιά και να ξυρίζει τα γένεια
2. αυτός που κουρεύει το τρίχωμα τών ζώων
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) πτηνό που η φωνή του μοιάζει με τον ήχο του μαχαιριού του γναφέα.