τοξοφόρος
English (LSJ)
ὁ, ἡ, bow-bearing, epithet of Artemis, Il.21.483, Simon. 107.4 (= IG7.53), Ar.Th.970 (lyr.); of Apollo, h.Ap.13, 126, Pi.Pae.Fr.19.30; of Heracles, E.Tr.804 (lyr.); of the Cretans, Pi.P.5.41; of the Medes and Persians, Simon. 137.3, Orac. ap. Hdt.9.43, cf. Epigr. ap. Arist.Fr.674; of the Phrygians, E.Rh.32 (lyr.): Subst., οἱ τοξοφόροι = τοξόται, Hdt. 1.103.
German (Pape)
[Seite 1129] Bogen tragend; Beiw. der Artemis, Il. 21, 483; Pind. Ol. 6, 59; Κρῆτες, P. 5, 39, wie Ar. Th. 970; des Apollo, H. h. Ap. 13. 126; der Bogenschütze, Her. 1, 103 u. im Orac. 9, 43; Eur. Troad. 802 Rhes. 32.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte un arc ; οἱ τοξοφόροι HDT les archers.
Étymologie: τόξον, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
τοξοφόρος: II ὁ лучник, стрелец Her.
несущий лук, вооруженный луком (Ἄρτεμις Hom.; Ἀπόλλων Pind.; Φρύγες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τοξοφόρος: ὁ, ἡ, ὁ φέρων, ἡ φέρουσα τόξον, ἐπίθετον τῆς Ἀρτέμιδος, Ἰλ. Φ. 483, Ἀριστοφ. Θεσμ. 970· τοῦ Ἀπόλλωνος, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 13. 126, Πίνδ.· τοῦ Ἡρακλέους, Εὐρ. Τρῳ. 801· τῶν Κρητῶν, Πινδ. Π. 5. 54· τῶν Μήδων, Σιμωνίδ. ἐν Ἀνθ. Π. 73, πρβλ. Ἐπίγραμμ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 624· ἐπὶ τῶν Φρυγῶν, Εὐρ. Ρῆσ. 32· ― ὁ τοξοφόρος = τοξότης, Ἡρόδ. 1. 103, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 9. 43.
English (Autenrieth)
English (Slater)
τοξοφόρος bow carrying Κρῆτες τοξοφόροι (P. 5.41) of Apollo, τοξοφόρον Δάλου θεοδμάτας σκοπόν (O. 6.59) τοξοφόρον τελέσαι γόνον Πα. 7B. 52.
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ, θηλ. και -α Ν
αυτός που φέρει, που κρατάει τόξο
αρχ.
1. προσωνυμία του Απόλλωνος, της Αρτέμιδος και του Ηρακλέους
2. (το αρσ. στον πληθ.) oἱ τοξοφόροι
α) οι τοξότες
β) προσωνυμία τών Κρητών, τών Φρυγών, τών Μήδων και τών Περσών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -φόρος].
Greek Monotonic
τοξοφόρος: ὁ, ἡ (φέρω), αυτός που φέρει τόξο, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. κ.λπ.· ὁ τοξοφόρος = τοξότης, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
τοξο-φόρος, ὁ, ἡ, φέρω
bow-bearing, Il., Eur., etc.: — ὁ τοξοφόρος = τοξότης, Hdt.
English (Woodhouse)
Translations
archer
Afrikaans: boogskutter; Albanian: shigjetar; Arabic: رَامٍ, الرَّامِي; Armenian: նետաձիգ; Asturian: arqueru; Belarusian: лучнік, лучніца; Catalan: arquer; Chinese Mandarin: 射手, 弓箭手; Min Nan: 射手; Coptic: ⲣⲉϥⲛⲉϫⲥⲁϯ; Czech: lučištník, lukostřelec; Danish: bueskytte; Dutch: boogschutter; Esperanto: arkpafisto, arbalestisto; Estonian: vibukütt; Ewe: aŋutrɔdala; Finnish: jousiampuja, jousimies; French: archer, arbalétrier; Galician: arqueiro, seteiro; Georgian: გშვილდოსამი; German: Bogenschütze; Greek: τοξότης; Ancient Greek: ἀφητήρ, ἀφήτωρ, ἰαφέτης, ὀϊστευτήρ, ὀϊστευτής, τόξαρχος, τοξελκής, τοξεύτειρα, τοξευτήρ, τοξευτής, τοξότας, τοξότης, τοξουλκός, τοξοφόρος; Hebrew: קַשָּׁת; Hungarian: íjász; Icelandic: bogmaður; Indonesian: pemanah; Italian: arciere; Japanese: 射手, 射手; Kazakh: садақшы; Khmer: ធនុហត្ថ; Korean: 사수(射手); Latin: sagittarius; Lithuanian: kilpininkas; Macedonian: стрелец, стреличар; Malay: pemanah; Manx: bowder, boweyder, sideyr; Maori: kaikōpere; Mongolian Cyrillic: харваач; Norwegian Bokmål: bueskytter; Nynorsk: bogeskyttar; Occitan: arquièr; Ojibwe: mitigwaabinini; Old English: sċytta; Old Portuguese: arqueiro; Persian: کماندار, کمانور, تیرانداز; Polish: łucznik, łuczniczka; Portuguese: arqueiro; Romagnol: arcér; Romanian: arcaș, săgetător; Russian: лучник, лучница, стрелок из лука; Scottish Gaelic: boghadair; Serbo-Croatian Cyrillic: лукострелац, стрелац, стрѐлича̄р; Roman: lukostrelac, strélac, strèličār; Slovak: lukostrelec; Slovene: lokostrelec; Spanish: arquero; Swedish: bågskytt; Tagalog: mamamana; Telugu: విలుకాడు; Thai: นักยิงธนู; Tibetan: དཔག་ཆེན, མདའ་མཁན, མདའ་རྒྱབ་མཁན, མདའ་བསྣུན, མདའ་པ, མདའ་ཚན་ཆེན་པོ, འཕོང་སྐྱེན་པ, འཕོང་མཁན; Turkish: okçu, kemankeş; Tuvan: адыгжы; Ugaritic: 𐎖𐎌𐎚; Ukrainian: лучник, лучниця; Vietnamese: xạ thủ; Walloon: airtchî; Welsh: saethydd, saethyddion; Yiddish: בויגן־שיסער, פֿײַלן־בויגער; Zazaki: timkar