κρανοποιέω

Revision as of 18:30, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

make helmets: metaph., of one who talks big and warlike, Ar.Ra.1018:—hence κρανοποιΐα, ἡ, Poll.7.155.

French (Bailly abrégé)

κρανοποιῶ :
fabriquer des casques en paroles, càd ne parler que de casques, d'armures.
Étymologie: κρανοποιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρανοποιέω [κράνος, ποιέω] helmen fabriceren; overdr.: κρανοποιῶν αὖ μ’ ἐπιτρίψει hij (Aeschylus) gaat me gek maken met zijn (gepraat over) helmen Aristoph. Ran. 1018.

German (Pape)

Helme machen, schmieden, Ar. Ran. 1018.

Russian (Dvoretsky)

κρᾰνοποιέω: досл. ковать шлемы, ирон. убивать болтовней о военных доспехах Arph.

Greek Monotonic

κρᾰνοποιέω: φτιάχνω περικεφαλαίες· στον Αριστοφ., λέγεται για κάποιον που μιλά με κομπορρημοσύνη για τον πόλεμο.

Greek (Liddell-Scott)

κρᾰνοποιέω: κατασκευάζω περικεφαλαίας· ἐν Ἀριστ. Βατρ. 1018 ἐν χρήσει ἐπὶ ἀνθρώπου κομπορρημόνως λαλοῦντος περὶ πολέμων, κράνη καὶ λόφους διηγουμένου· -ποιΐα, ἡ. Πολυδ. Ζ΄, 155· ― ἐκ τοῦ κρανο-ποιός, ὁ, ὁ κατασκευάζων περικεφαλαίας, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1255, Πολυδ. Α΄, 145., Ζ΄, 155.

Middle Liddell

κρᾰνο-ποιέω,
to make helmets: in Ar. of one who talks big and warlike.