διοχλέω

Revision as of 18:36, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

annoy exceedingly, πόλεις Lys.6.6; weary, bore, D.19.329: pf. διώχληκα Jul.Or.2.78b; press for payment, POxy.286.13 (i A. D.); later, τινί Aeschin.Ep.2.2, Plu.Cim.18, Longus 3.20: abs., Ph.1.356:—Pass., Luc.Am.50, IG3.48 (iii A. D.); ὑπὸ ῥυθμῶν D.H.Comp.11.

Spanish (DGE)

1 estorbar, causar molestias c. ac. en sent. local (ὁ Ἀνδοκίδης) διώχληκε πόλεις πολλάς Lys.6.6, τὰς θύρας Gr.Nyss.Paup.106.8
gener. molestar, turbar, importunar τὴν ἀκρόασιν D.H.Comp.9.7, cf. Basil.Ep.266.1, cf. Hld.4.10.1, ἐπὶ πλέον Ph.1.356, abs. Plu.Cim.11
tb. c. dat. διώχλουν αὐτῷ τινὲς περὶ τῶν νόμων Arist.Fr.611.3, ἵνα μὴ τοῖς Ἕλλησι διοχλῶσι Plu.Cim.18, δ. μοι περὶ τῶν αὐτῶν Hld.5.20.1, cf. I.AI 9.34, A.Andr.Gr.42.16, PUniv.Giss.20.24 (II d.C.), Lib.Or.59.89, Them.Or.23.283a, ἐκείνην τὴν διαγωγήν Gr.Naz.Ep.249.14, Euagr.Pont.Cap.Pract.84.5, en v. pas. ὑπὸ τῶν ῥυθμῶν D.H.Comp.11.7, ἐν τῷ μεταξὺ πλῷ περὶ τῶν αὐτῶν οὐ κέκρικα διοχλεῖσθαι Luc.Am.50, παρ' ἡμῶν Gr.Naz.Ep.103.3, cf. IG 22.1121.22 (IV d.C.)
c. part. pred. del suj. ὡς ἀπόζουσα (ἡ αὐλή) μὴ διοχλοίη Longus.4.1.3
rel. c. la palabra aburrir, fatigar c. ac. de pers. y part. pred. del suj. δεικνύναι πειρώμενος διοχλῶ πάλαι τοῦτ' αὐτοὺς ὑμᾶς εἰδότας os aburro intentando probarlo cuando hace tiempo que vosotros mismos lo conocéis D.19.329, οὐδὲν δεῖ λεπτολογοῦντα μάτην τοὺς ἀναγνωσομένους διοχλεῖν D.C.59.18.3, cf. Iul.Or.3.78b, sin ac. διοχλήσω λέγων Aristid.Or.1.185, c. ac. de pers. y dat. σε τοῖς ἔξωθεν καὶ τοιούτοις ... δ. Hld.3.1.2, sin ac. τῷ μήκει δ. Lib.Or.11.124
fig. de abstr. perturbar ἡ κακία ... διοχλοῦσα τὸν βίον Gr.Nyss.Or.Catech.74.14, en v. pas. πρὸς τὸ [μ] ὴ διοχλεῖσθαί με ὑπὲ[ρ τ] ῶν [ἐπιτ] ίμων PFam.Teb.17.16 (II d.C.), ὅπως ἂν ὁ ... λόγος ὑπὸ τῶν φθαρτῶν εἴτε μερῶν εἴτε δυνάμεων μὴ διοχλῆται Them.in de An.37.28, cf. Gr.Nyss.Eun.2.86.
2 medic. molestar, causar dolor, atormentar c. ac. de pers. o partes del cuerpo πρόφασιν λέγοντος ὡς ῥεῦμα διοχλήσειεν αὐτόν Plu.Demetr.19, φλεγμονὴ τὸν πόδα διώχλησεν Ast.Am.Hom.5.7.6, cf. A.Io.76.13, c. dat. de pers. διοχλοῦντα τῷ κάμνοντι τὰ ἰώδη καὶ μελαγχολικὰ συμπτώματα Alex.Trall.1.609.9, en v. pas. ὅπως ... ὑπὸ βάρους ἡ κύουσα διοχλοῖτο Gal.4.237, cf. 742, 6.443
fig. οὐ μὴ διοχληθήσεται οὐδὲν οὔτε ὑπὸ Ὀδύνης Ceb.26.
3 reclamar un pago, instar c. ac. παρ' ἕκαστα διοχλούσης με reclamándome continuamente, POxy.286.13 (I d.C.)
gener. reclamar, exigir c. dat. τῇ Χλόῃ περιττότερον ... φιλήματος Longus 3.20.1.

French (Bailly abrégé)

διοχλῶ :
troubler, causer du trouble à, τινα ou τινι.
Étymologie: διά, ὀχλέω.

German (Pape)

sehr belästigen, beunruhigen; πόλεις, Lys. 6.6; Plut. Demetr. 19; τινί, Long. 3.20; Plut. Cim. 18.

Russian (Dvoretsky)

διοχλέω: докучать, тревожить, беспокоить (τινα Lys., Dem. и τινι Plut.): διοχλεῖσθαι περί τινος Luc. ломать себе голову над чем-л.

Greek (Liddell-Scott)

διοχλέω: ταράττω, ἐνοχλῶ τινα εἰς ὑπερβολήν, τινα Λυσ. 103. 38, Δημ. 446. 24· μεταγεν., τινὶ Πλούτ. Κιμ. 18· - Παθ., Λουκ. Ἐρωτ. 50.

Greek Monotonic

διοχλέω: μέλ. -ήσω, προβληματίζω ή ενοχλώ υπερβολικά, ταράζω, σε Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to trouble or annoy exceedingly, Dem.