ἀκονητί
μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)
English (LSJ)
ἄνευ πόνου, EM 50.29.
Spanish (DGE)
ἀκονιτί
• Alolema(s): ἀκονιτεί IO 153.7 (V a.C.), D.19.77; ἀκονητί EM α 676, Theodos.Gr.Sp.75.27, lacon. ἀσσκονικτεί CEG 372 (Olimpia VI a.C.?)
adv. sin mancharse de polvo e.e. por abandono de la victoria en los Juegos Πυθοῖ πὺξ ἀκονιτί SIG 36A.14 (Delfos IV a.C.), τοὺς ἀκονιτὶ ... τοὺς διὰ μάχης νικῶντας X.Ages.6.3, cf. Philostr.Gym.11
•gener. sin lucha, sin esfuerzo τὴν νίκην ... τίθεσθαι Th.4.73, νίκην νενικηκώς Aeschin.1.64, εἰ γὰρ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτί D.18.200, τῆς θαλάττης ἐπικρατεῖν Plb.1.20.5, cf. 28.21.3, 38.8.3, παραλαμβάνειν τὴν πόλιν I.BI 1.304, κρατεῖν ἁπάντων Luc.DMort.23.1, εὐδαίμων οὗτος ἀκονιτὶ τρυφῶν Lib.Decl.29.6, ἀκονιτί· ἄνευ πόνου EM α 676, cf. Aristid.Or.1.107.
• Etimología: Cf. κόνις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκονητί: ὀρθότ. ἀνακονητί, (χωρίς)... ἀκονήσεως, «Ἡσύχ. Ἴδε Α. Κοραῆ κριτ. Σημ. εἰς Ἡσύχ., ἔκδ. Α. Κωνσταντινίδου, Ἀθήνησι, 1889.