Λύκιος

From LSJ
Revision as of 21:20, 21 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")

Πενίαν φέρειν καὶ γῆράς ἐστι δύσκολον → Tolerare inopiam cum senectute arduum est → Im Alter Armut zu ertragen ist gar schwer

Menander, Monostichoi, 461
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λύκιος Medium diacritics: Λύκιος Low diacritics: Λύκιος Capitals: ΛΥΚΙΟΣ
Transliteration A: Lýkios Transliteration B: Lykios Transliteration C: Lykios Beta Code: *lu/kios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, Lycian: Λύκιοι, οἱ,
A the Lycians, Il.2.876, etc.:—also Λυκιακός, ή, όν, Luc.Nav.8; Λῠκιακά, τά, history of Lycia, Ath. 8.333d.
II epithet of Apollo (cf. Λύκειος), Pi.P.1.39, E.Fr.700, D.S.5.56, Paus.2.19.3: expld. ἀπὸ τοῦ λευκαίνεσθαι πάντα φωτίζοντος ἡλίου Antip.Stoic.3.249.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Lycie ; οἱ Λύκιοι les Lyciens.

English (Slater)

Λῠκιος
1 Lycian Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε (cf. Hor., Od. 3. 4. 61, Patareus Apollo) (P. 1.39) Λύκιον Σαρπηδόν (P. 3.112) ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.60)

Greek Monotonic

Λύκιος: [ῠ], -α, -ον,
I. αυτός που κατάγεται από τη Λυκία· Λύκιοι, οἱ, κάτοικοι της Λυκίας, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.
II. επίθ. του Απόλλωνα (πρβλ. Λύκειος), σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

Λύκιος: (ῠ) ликийский oph.
IIжитель Ликии, ликиец Hom.
IIIЛикийский (эпитет Аполлона по ряду его храмов в Ликии, преимущ. в Патаре) Pind. etc.

Middle Liddell

Λύκιος, η, ον
Lycian.