πολεμία
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
v. πολέμιος.
Russian (Dvoretsky)
πολεμία: ἡ (sc. γῆ) неприятельская территория en.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμία: ἡ, ἴδε πολέμιος, ΙΙΙ.
Greek Monotonic
πολεμία: ἡ, βλ. πολέμιος III.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολεμία -ας, ἡ zie πολέμιος.