κυλλαίνω

Revision as of 09:45, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''Fr.''" to "S.''Fr.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A = κυλλόω, ὦτα κ. κάτω let them hang down, prob. in S.Fr.687.
II intr., halt, limp, metaph., κυλλαίνων ὁ νοῦς Ph.Fr. 58 H.

German (Pape)

krümmen; Soph. frg. 619; auch Hippocr. nach Emend.

Russian (Dvoretsky)

κυλλαίνω: искривлять, отгибать: κ. ὦτα - v.l. νῶτα - κάτω Soph. опускать вниз уши (о ласкающейся собаке).

Greek (Liddell-Scott)

κυλλαίνω: κυλλόω, κ. ὦτα κάτω, κρεμῶ αὐτὰ κάτω, Σοφ. Ἀποσπ. 619· κυλλαινόμενοι, γινόμενοι κυλλοί, «κουλλοὶ» ἢ χωλοὶ (κοινῶς: κοιλ-), Ἱππ. 819D.

Greek Monolingual

κυλλαίνω (AM) κυλλός
καθιστώ κάποιον κουλό ή κουτσό, κουλαίνω, κουτσαίνω κάποιον
αρχ.
μτφ. χωλαίνω, ταλαντεύομαι, ταράζομαι («κυλλαίνων ό νους», Φίλ.).