ἄγασμα
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
τό, (ἄγαμαι) object of adoration, S.Fr.971 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
motivo de admiración o respeto, S.Fr.971, cf. Hsch., Eust.971.17.
German (Pape)
[Seite 9] τό (ἄγαμαι), Gegenstand der Bewunderung, Soph. frg. 739 in B. A. 325.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγασμα: τό, (ἄγαμαι) ἀντικείμενον λατρείας, Σοφ. Ἀποστ. 799, εἰς Β. Α. 325.
Russian (Dvoretsky)
ἄγασμα: ατος τό предмет восхищения Soph.