Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
Full diacritics: θερμηρός | Medium diacritics: θερμηρός | Low diacritics: θερμηρός | Capitals: ΘΕΡΜΗΡΟΣ |
Transliteration A: thermērós | Transliteration B: thermēros | Transliteration C: thermiros | Beta Code: qermhro/s |
ά, όν, for hot liquid, ποτήριον Hsch. s.v. κελέβη: θερμηρόν (and θέρμ-ητρον), expld. by miliarium, Glossaria.
θερμηρός, -ά, -όν (Α)
1. ο κατάλληλος για θερμό υγρό
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θερμηρόν
μιλιάριον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + -ηρός (πρβλ. ζωηρός, νοσηρός)].